- ποικιλόχρωμος
- -η, -οαυτός που έχει ποικίλα χρώματα, αλλ. πολύχρωμος, παρδαλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποικιλόχρωμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόχρωμος — η, ο / ποικιλόχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που παρουσιάζει ποικιλία χρωμάτων, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
αιολόχρως — αἰολόχρως ( ωτος), ο, η (Α) πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + χρώς] … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αλάς — Βλ. λ. άλατα. * * * ο 1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος 2. μάλλινος επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»] … Dictionary of Greek
ανθεσίχρως — ἀνθεσίχρως, ο, η (Α) ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός … Dictionary of Greek
ανθοκόμος — ο (Α ἀνθοκόμος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών αρχ. επίθ. 1. στολισμένος με άνθη 2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος … Dictionary of Greek
ανθοφυής — (Α ἀνθοφυής, ές) αυτός που παράγει άνθη αρχ. ποικιλόχρωμος … Dictionary of Greek